- αλωνιάτης
- ο1. αλωνιστής2. αλωνιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάτης.ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλωνιάτικο — το (συνήθως στον πληθυντικό) τα αλωνιάτικα [αλωνιάτης] η δαπάνη για το αλώνισμα, η αμοιβή τού αλωνιστή σε χρήμα, ή, συνηθέστερα, σε είδος … Dictionary of Greek
αλώνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαύρου. * * * το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν) (νεοελλ. μσν.) 1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το … Dictionary of Greek